μνηστεύομαι

μνηστεύομαι
μνηστεύω
court
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • εδνώ — ἑδνῶ και ἐεδνῶ ( όω) (Α) 1. προικίζω 2. (μέσ. για σύζυγο) προικίζω γυναίκα 3. μέσ. α) νυμφεύομαι β) μνηστεύομαι …   Dictionary of Greek

  • κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… …   Dictionary of Greek

  • μνήστρο(ν) — το (ΑΜ μνῆστρον) νεοελλ. 1. δαχτυλίδι που ανταλλάσσεται στον αρραβώνα 2. στον πληθ. τα μνήστρα τα δώρα, και ιδίως τα κοσμήματα που ανταλλάσσουν οι αρραβωνιασμένοι μσν. φρ. α) «ἔχω μνήστρα» είμαι μνηστευμένος β) «λαμβάνω μνῆστρον» μνηστεύομαι μσν …   Dictionary of Greek

  • μνηστεία — η (ΑΜ μνηστεία) [μνηστεύω] νεοελλ. ο χρόνος κατά τη διάρκεια τού οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια») νεοελλ. μσν. αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ… …   Dictionary of Greek

  • προμνηστεύομαι — ΜΑ μσν. αρραβωνιάζομαι εκ τών προτέρων μσν. αρχ. 1. προμνῶμαι* 2. (σχετικά με το αξίωμα τού επισκόπου) αγωνίζομαι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μνηστεύομαι «αρραβωνιάζομαι, αναζητώ, επιδιώκω»] …   Dictionary of Greek

  • προμνώμαι — άομαι, Α 1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.) 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι 3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι 4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • αρραβωνιάζω — και αρρεβωνιάζω ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, μνηστεύω κάποιον, υπόσχομαι να δώσω σε γάμο: Αρραβώνιασε την κόρη της μ έναν λαμπρό νέο. Το μέσ., αρραβωνιάζομαι μνηστεύομαι: Ο γιος του αρραβωνιάστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”